ξυλαποθήκη

ξυλαποθήκη
η дровяной склад; склад лесоматериалов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξυλαποθήκη" в других словарях:

  • ξυλαποθήκη — η αποθήκη ξυλείας ή αποθήκη καυσόξυλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • ξυλαποθήκη — η αποθήκη για ξυλεία ή για ξύλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • ξυλώνας — ο (Α ξυλών, ῶνος) τόπος όπου εναποτίθενται ξύλα, αποθήκη ξύλων, ξυλαποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. μηλ ών, νεκρ ών)] …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»